-
1 τέκνωμα
τέκνωμα, τό, das Erzeugte, Geborene, das Kind, übertr., τέκνωμα τοῦ πόνου κλέος, Aesch. frg. 301.
-
2 τέκνωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τέκνωμα
См. также в других словарях:
τέκνωμα — το, Α [τεκνῶ] μτφ. γέννημα, δημιούργημα («τέκνωμα τοῡ πόνου κλέος», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek